πρόδοξος

πρόδοξος
πρόδοξος
judging hastily
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόδοξος — ον, ΜΑ αυτός που κρίνει ένα ζήτημα επιπόλαια, χωρίς να τό εξετάσει προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοξος (< δόξα), πρβλ. παρά δοξος] …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”